στρυμωξιά
Смотреть что такое "στρυμωξιά" в других словарях:
στρυμωξιά — και στριμωξιά, η, Ν στρύμωγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμωξ τού αορ. στρύμωξ α τού στρυμώ(χ)νω + κατάλ. ιά (πρβλ. σπρωξ ιά)] … Dictionary of Greek
στριμωξιά — η, Ν βλ. στρυμωξιά … Dictionary of Greek
στρυμωξίδι — και στριμωξίδι, το, Ν στρυμωξιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρυμωξ τού αορ. στρύμωξ α τού στρυμώ(χ)νω + κατάλ. ίδι (πρβλ. βρισ ίδι)] … Dictionary of Greek